Ρινίτιδα στην εγκυμοσύνη
Ο ρινικός βλεννογόνος επηρεάζεται από την λειτουργία των ενδοκρινών αδένων, όπως κατά τον σακχαρώδη διαβήτη, τον υποθυρεοειδισμό, την κύηση, την έμμηνο ρύση και τις διαταραχές της εκκρίσεως της αδρεναλίνης.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει ρινική απόφραξη λόγω μείωσης του συμπαθητικού τόνου και σχετικής αυξήσεως του παρασυμπαθητικού τόνου.
Ρινίτιδα κατά την εγκυμοσύνη
Το 35-40% των εγκύων αναφέρουν ρινική συμφόρηση (μπούκωμα στη μύτη). Θα μιλήσουμε για τις γυναίκες που είχαν ελεύθερο ιστορικό πριν την εγκυμοσύνη, χωρίς ρινικά συμπτώματα.
Οφείλεται στην αύξηση των οιστρογόνων, η οποία συνεπάγεται την αύξηση της ακετυλοχολίνης και την εμφάνιση παρασυμπαθητικών συμπτωμάτων. Ίσως επίσης οφείλεται στην αύξηση του όγκου αίματος και σε οίδημα ή σε χάλαση του τόνου των ρινικών αγγείων από την επίδραση της προγεστερόνης. Οίδημα και ρινική συμφόρηση του ρινικού βλεννογόνου, που προκαλεί ρινική απόφραξη, παρατηρείται συνήθως κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Η εμφανιζόμενη ρινίτιδα κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να είναι αλλεργική, ιογενής, βακτηριακή ή μη αλλεργική. Κατά την κλινική εξέταση ο ρινικός βλεννογόνος είναι ωχροκυανος και οι ρινικές κόγχες εμφανίζονται υπερτροφικές. Η ρινίτιδα υποχωρεί μετά την εγκυμοσύνη.
Θεραπευτικά, πρέπει να αποφεύγονται τα τοπικά αγγειοσυσπαστικά. Αναλόγως τον τύπο ρινίτιδας ακολουθείται και συγκεκριμένη αγωγή. Σε περίπτωση αλλεργικής ρινίτιδας, αποφεύγονται τα υπεύθυνα αλλεργιογόνα. Οι συστηματικές πλύσεις με φυσιολογικό ορό (υπέρτονο ή ισότονο, αναλόγως) κατέχουν σημαντική θέση στην αντιμετώπιση της ρινίτιδας. Είναι σκόπιμο να επισημάνουμε πως η θεραπεία πρέπει να γίνεται με την σύμφωνη γνώμη του μαιευτήρα.